
Η Ζωή Βερβεροπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), με γνωστικό αντικείμενο «Θεωρία και κριτική των τεχνών του λόγου και του θεάματος». Μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, σε πρακτικά συνεδρίων και σε συλλογικούς τόμους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Mέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη και Μακεδονία της Κυριακής από το 2002 ως το 2009, ενώ από το 2010 αρθρογραφεί με την ίδια ιδιότητα στο περιοδικό Εντευκτήριο και στην ηλεκτρονική εφημερίδα
www.egnatiapost.gr
Προσφορά της Ζωής Βερβεροπούλου για το πρόγραμμα φωνές της πόλης
Όταν «η πόλις» σε ακολουθεί
Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, Σάκης Σερέφας «Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο»
σκηνοθεσία Κορίνα Χαρίτου
Κριτική: Ζωή Βερβεροπούλου
«Τελείωσε κιόλας;» απόρησε η κυρία από τη δεύτερη σειρά και η ελαφρά απογοήτευση στον τόνο της συνόψιζε εκφραστικά την κρίση της για την παράσταση «Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο», που είχε μόλις ολοκληρωθεί. Επιθυμώντας να παραταθεί ο θεατρικός χρόνος είχε αυθόρμητα διατυπώσει εκ μέρους του κοινού θερμότατη φιλοφρόνηση προς τους ανθρώπους της σκηνής.
Πράγματι, στο συγκεκριμένο εγχείρημα η συνετή διάρκεια (μία ωρίτσα), σε συνδυασμό με δοσομετρημένα συστατικά και καρυκεύματα – προβολή φωτογραφιών, λόγος, υπόκριση, μουσικές – συντελούν ώστε ο θεατής να μην λιγώνεται, αλλά να νοστιμεύεται μάλλον και η προσοχή του να κερδίζεται, αλλά να μην εξαντλείται. Εξελιγμένη εκδοχή αναλογίου που παρουσιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης τον περασμένο Μάιο, η παράσταση δραματοποιεί τη σύλληψη ομότιτλου λευκώματος, στο οποίο φωτογραφίες της παλιάς Θεσσαλονίκης (αρχές 20ου αιώνα) από τη συλλογή του Χάρη Γιακουμή συνυπάρχουν με μικρομονολόγους που σκαρφίστηκε ο Σάκης Σερέφας: οι εικονιζόμενες φιγούρες αποκτούν έτσι φωνή και υπόσταση, ταυτότητα και χαρακτηρολογικό περίγραμμα, καθημερινότητα και προσωπικές διαδρομές. Το σπέρμα της θεατρικότητας ενυπάρχει, επομένως, στην αναγνώσιμη μήτρα της παράστασης και δεν είναι παράξενο που γραπτό του Θεσσαλονικιού συγγραφέα και ποιητή βρίσκει για δεύτερη φορά το δρόμο προς τη σκηνή, μετά το περυσινό «Μαμ» (βραβείο θεατρικών κριτικών 2007) στο αθηναϊκό «Αμόρε» και λίγο πριν το «Λιωμένο βούτυρο» στο Εθνικό.
Ανεπιτήδευτα, κουβεντιαστά και καλοδιάθετα, τα κείμενα ζουμάρουν στην τοπογραφία και την ιστορικότητα της πόλης, σεργιανάνε σε στιγμιότυπα και συμβάντα, βουτάνε σε ζωούλες και διαθέσεις, πάντα με τη μέθοδο της λογοτεχνικής μινιατούρας. Ο Σερέφας χώνει τη μύτη στα σοκάκια, ψαχουλεύει βλέμματα, αφουγκράζεται σκέψεις, ύστερα καρφιτσώνει στο πραγματικό το φανταστικό και το φωτογραφίζει με λέξεις.
Το παρελθόν ενσώματο
Η παράσταση που σκηνοθετεί η Κορίνα Χαρίτου έρχεται να προσθέσει στη συνέργεια εικόνας και λόγου τα τρισδιάστατα σώματα, να υλοποιήσει τους ήχους της τότε πόλης και τις χροιές των φωνών, να κινήσει, εντέλει, με τρόπο απλό και φρέσκο ένα ζωντανό μουσείο. Μέσα από τις προβολές των μεγεθυσμένων φωτογραφιών η πόλη αναδεικνύεται ως πλαίσιο και συγχρόνως πρωταγωνίστρια, πολυφυλετική και γραφικά κοσμοπολίτικη, επαμφοτερίζοντας εξαίσια ανάμεσα στους ρυθμούς της Ανατολής και τους νεωτερισμούς της Δύσης. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Γάλλοι στρατιώτες και περιηγητές, παιδιά και ενήλικοι, μέχρι και η αρτίστα αρκούδα Ζιζί απαθανατίζονται στις γειτονιές και την παραλία της, στα καφενεία, τις εκκλησίες και τις αγορές της. Στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηθοποιών, οι οποίοι μπαινοβγαίνουν σε μίνι ρόλους ενσαρκώνοντας τις φωτογραφημένες σιλουέτες, αναβιώνουν ακροθιγώς η αύρα του τόπου και τα ιστορικά του πάθη (πόλεμοι, προσφυγιά, πυρκαγιά του ’17), πιο πολύ όμως εκείνη η γοητευτική ατμόσφαιρα ενός πολυπολιτισμικού μωσαϊκού, που, σε κάποιον παράλληλο χωροχρόνο, ενδεχομένως ακόμα βουίζει και πάλλεται. Στο σερεφικό ανθολόγιο μαρτυριών εξάλλου, επαφές με τα φιλικά φαντάσματα της παλαιάς πόλης ομολογούν και κάποιοι σύγχρονοι αλαφροΐσκιωτοι, υποδηλώνοντας συγχρόνως πως, όσο οι άνθρωποι κάνουν την πόλη, άλλο τόσο και η πόλη κάνει τους ανθρώπους της. Η παράσταση λήγει με άλμα ενός αιώνα και σκανταλιάρικα φωτογλωσσικά σχόλια για την όψη της σημερινής Θεσσαλονίκης, για τη χαμένη της στο χρόνο τιμή και τη σπαταλημένη δυναμική της.
Υποβάλλοντας κλίμα
Με στόχο να αποδοθεί θεατρικά ο οικείος και χαμηλόφωνος χαρακτήρας των κειμένων, η πλατεία μικραίνει και συσπειρώνεται, ενώ μέρος του κοινού ανεβαίνει στη σκηνή παρακολουθώντας τα δρώμενα εκ του σύνεγγυς. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση μιας επικοινωνίας πιο άμεσης, μιας κατ’ιδίαν επαφής του θεατή με αυτόν τον θίασο του μυαλού και της συλλογικής μνήμης, λες και όσα παρασταίνονται δεν είναι παρά ό,τι ο καθένας φαντάζεται μέσα του διατρέχοντας το βιβλίο. Τα σκηνικά της Μαρίνας Κελίδου συμβολικά και λιτά, όπως προσήκει στο εγχείρημα: ένα παγκάκι, μια λάμπα δρόμου, ένα μανουάλι, το πάνινο φωτογραφικό φόντο, που μοιάζει να κινείται καθώς το αναρριπίζουν στο πέρασμά τους παλιές σκιές και τωρινά σώματα.
Ιδιαίτερα προσεγμένο και ατμοσφαιρικό προβάλλει το ηχητικό κομμάτι της παράστασης, με ενδιαφέρουσες παλιές ηχογραφήσεις, τραγούδια εποχής που εκτελούν οι ηθοποιοί και ζωντανά μουσικά σχόλια από τον Κώστα Βόμβολο, ο οποίος συμμετέχει στο σχήμα και ως υποκριτής. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, η Ελένη Δημοπούλου, ο Δημήτρης Ναζίρης, η Χρήστος Παπαδημητρίου και η δροσερή Μαρίτα Τσαλκιτζόγλου σκαρώνουν πειστικές, συμπαθείς μορφές με τα λίγα λογάκια που τους αναλογούν κάθε φορά και το κάνουν με τρόπους απλούς, με άνεση και με ανέφελη διάθεση όλοι τους. Έτσι ακριβώς όπως ταιριάζει σε ένα μικρό, τρυφερό hommage στην πόλη, σε ένα χρονοταξιδάκι όλο γλύκα και φως για Νεοθεσσαλονικείς και μη, σε μια παράσταση που επανεπινοεί τη νοσταλγία ως μια εσωστρεφώς εξωστρεφή, συλλογική εμπειρία.
Εφημερίδα Μακεδονία, 16/12/2007